compendióso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kompenˈdjoso], [kompenˈdjozo]
1 σύντομος και σαφής
2 συνοπτικός
3 λιτός
4 περιεκτικός
5 πυκνός
6 συγκεφαλαιωτικός
7 ευσύνοπτος
8 περιληπτικός
9 λιγόλογος
10 ακριβομίλητος
11 βραχύλογος
12 λακωνικός
13 σύντομος
14 επίτομος
15 αποφθεγματικός
16 επιγραμματικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kompenˈdjoso], [kompenˈdjozo]
1 σύντομος και σαφής
2 συνοπτικός
3 λιτός
4 περιεκτικός
5 πυκνός
6 συγκεφαλαιωτικός
7 ευσύνοπτος
8 περιληπτικός
9 λιγόλογος
10 ακριβομίλητος
11 βραχύλογος
12 λακωνικός
13 σύντομος
14 επίτομος
15 αποφθεγματικός
16 επιγραμματικός
permalink
compendioso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android