ItalianoGreco


compendiosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kompendjosiˈta]

1 λακωνισμός
2 λακωνικότητα
3 οικονομία χρόνου
4 ολιγολογία
5 περιεκτικότητα
6 συντομία
7 συνοπτικότητα
8 βραχυλογία
9 εκφραστική λιτότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---