Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concertàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konʧerˈtare]

1 διευθετώ
2 μελετώ επισταμένως
3 κανονίζω
4 ενορχηστρώνω
5 σχεδιάζω

concertarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [konʧerˈtarsi]

συμφωνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concertante concertato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concepire (ρ. μτβ.)
conceria (θηλ.ουσ)
concernente (επίθ.)
concernere (ρ. μτβ.)
concertante (επίθ.)
concertare (ρ. μτβ.)
concertarsi (ρ.μ. (αντων.))
concertato (ουσ αρσ )
concertato (επίθ.)
concertazione (θηλ.ουσ)
concertino (ουσ αρσ )
concertista (ουσ αρσ και θηλ.)
concertistico (επίθ.)
concerto (ουσ αρσ )
concessionario (αρσ. επίθ και ουσ)
concessione (θηλ.ουσ)
concessiva (θηλ.ουσ)
concessivo (επίθ.)
concesso (ουσ αρσ )
concessore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---