Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcertìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konʧerˈtino] 1 μικρό κονσέρτο 2 σόλο όργανα κονσέρτου γκρόσο 3 κονσερτίνο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |