ItalianoGreco


concertàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konʧerˈtato]

κονσερτάτο

concertàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konʧerˈtato]

1 συνολικός
2 ενωμένος
3 πολυφωνικός
4 εναρμονισμένος
5 συμφωνημένος
6 συμφωνικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---