Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concèrnere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈʧɛrnere]

1 αναφέρομαι σε
2 αφορώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concernente concertante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concepibilità (θηλ.ουσ)
concepimento (ουσ αρσ )
concepire (ρ. μτβ.)
conceria (θηλ.ουσ)
concernente (επίθ.)
concernere (ρ. μτβ.)
concertante (επίθ.)
concertare (ρ. μτβ.)
concertarsi (ρ.μ. (αντων.))
concertato (ουσ αρσ )
concertato (επίθ.)
concertazione (θηλ.ουσ)
concertino (ουσ αρσ )
concertista (ουσ αρσ και θηλ.)
concertistico (επίθ.)
concerto (ουσ αρσ )
concessionario (αρσ. επίθ και ουσ)
concessione (θηλ.ουσ)
concessiva (θηλ.ουσ)
concessivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---