ItalianoGreco


livellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [livelˈlare]

1 υψομετρώ
2 εξισώνω
3 εξισορροπώ
4 σταθμίζω
5 ελέγχω καθετότητα
6 ισοπεδώνω
7 οριζοντιώνω
8 εξομαλύνω
9 αλφαδιάζω
10 γωνιάζω
11 σταφνίζω

livellàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [livelˈlarsi]

1 ισοπεδώνομαι
2 βρίσκω κοινή στάθμη ή επίπεδο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z