livellaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [livellaˈmento]
1 ισοπέδωση
2 αλφαδιά
3 στάθμιση
4 στάφνισμα
5 οριζοντίωση
6 εξομάλυνση
7 αλφάδιασμα
8 χωροστάθμηση
9 ισοπέδωμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [livellaˈmento]
1 ισοπέδωση
2 αλφαδιά
3 στάθμιση
4 στάφνισμα
5 οριζοντίωση
6 εξομάλυνση
7 αλφάδιασμα
8 χωροστάθμηση
9 ισοπέδωμα
permalink
livellamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android