Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


machiavèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [makjaˈvɛllo]

1 μακιαβελικό επινόημα
2 δολοπλοκία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  machiavellista machmetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

machiavelliano (αρσ. επίθ και ουσ)
machiavellicamente (επίρ.)
machiavellico (αρσ. επίθ και ουσ)
machiavellismo (ουσ αρσ )
machiavellista (ουσ αρσ και θηλ.)
machiavello (ουσ αρσ )
machmetro (ουσ αρσ )
macigno (ουσ αρσ )
macilento (επίθ.)
macilenza (θηλ.ουσ)
macina (θηλ.ουσ)
macinabile (επίθ.)
macinacaffè (ουσ αρσ )
macinacolori (ουσ αρσ και θηλ.)
macinapepe (ουσ αρσ )
macinare (ρ. μτβ.)
macinata (θηλ.ουσ)
macinato (ουσ αρσ )
macinato (επίθ.)
macinatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---