ItalianoGreco


machiavellìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [makjavelˈlista]

1 ακόλουθος των τακτικών του Μακιαβέλι
2 οπαδός του μακιαβελισμού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---