Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


macilènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maʧiˈlɛnto]

1 γλίσχρος
2 ισχνός
3 ξερακιανός
4 λιπόσαρκος
5 πολύ αδύνατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macigno macilenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

machiavellismo (ουσ αρσ )
machiavellista (ουσ αρσ και θηλ.)
machiavello (ουσ αρσ )
machmetro (ουσ αρσ )
macigno (ουσ αρσ )
macilento (επίθ.)
macilenza (θηλ.ουσ)
macina (θηλ.ουσ)
macinabile (επίθ.)
macinacaffè (ουσ αρσ )
macinacolori (ουσ αρσ και θηλ.)
macinapepe (ουσ αρσ )
macinare (ρ. μτβ.)
macinata (θηλ.ουσ)
macinato (ουσ αρσ )
macinato (επίθ.)
macinatoio (ουσ αρσ )
macinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
macinatura (θηλ.ουσ)
macinazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---