malfàtto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [malˈfatto]
1 σκατιά
2 προσβολή
3 παλιανθρωπιά
4 άτιμη πράξη
5 παράπτωμα
6 έκτροπο
7 αδίκημα
8 παραπάτημα
9 κακή πράξη
malfàtto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [malˈfatto]
1 ασουλούπωτος
2 κακόσχημος
3 άσχημος
4 άγαρμπος
5 κακοφτιαγμένος
6 δύσμορφος
7 δυσανάλογος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [malˈfatto]
1 σκατιά
2 προσβολή
3 παλιανθρωπιά
4 άτιμη πράξη
5 παράπτωμα
6 έκτροπο
7 αδίκημα
8 παραπάτημα
9 κακή πράξη
malfàtto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [malˈfatto]
1 ασουλούπωτος
2 κακόσχημος
3 άσχημος
4 άγαρμπος
5 κακοφτιαγμένος
6 δύσμορφος
7 δυσανάλογος
permalink
malfatto (ουσ αρσ )
malfatto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android