malférmo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [malˈfermo]
1 αδύνατος
2 τρεμάμενος
3 κλονιζόμενος
4 άτολμος
5 εξασθενημένος
6 ανεπαρκής
7 ετοιμόρροπος
8 παραπαίων
9 άστατος
10 ασταθής
11 επισφαλής
12 τρικλίζων
13 τρεμουλιαστός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [malˈfermo]
1 αδύνατος
2 τρεμάμενος
3 κλονιζόμενος
4 άτολμος
5 εξασθενημένος
6 ανεπαρκής
7 ετοιμόρροπος
8 παραπαίων
9 άστατος
10 ασταθής
11 επισφαλής
12 τρικλίζων
13 τρεμουλιαστός
permalink
malfermo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android