ItalianoGreco


malfidàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,malfiˈdato]

1 καχύποπτος
2 ολιγόπιστος
3 σκεπτικιστής
4 δύσπιστος
5 φιλύποπτος
6 άπιστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z