ItalianoGreco


osservàbile  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [osserˈvabile]

1 θεατός
2 εμφανής
3 ορατός
4 ολοφάνερος
5 αξιοπρόσεκτος
6 αισθητός
7 καταφανής
8 αξιοσημείωτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---