ItalianoGreco


pianéta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjaˈneta]

ο πλανήτης

pianéta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjaˈneta]

1 ωροσκόπιο (αστρολογία)
2 πλανήτης
3 άμφιο (φαινόλιο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---