Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


racconciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rakkonˈʧare]

1 επισκευάζω
2 διορθώνω
3 νοικοκυρεύω
4 τακτοποιώ
5 φτιάχνω
6 συγυρίζω

racconciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rakkonˈʧarsi]

φτιάχνω (για τον καιρό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raccomodatura racconciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raccomandatorio (επίθ.)
raccomandazione (θηλ.ουσ)
raccomodamento (ουσ αρσ )
raccomodare (ρ. μτβ.)
raccomodatura (θηλ.ουσ)
racconciare (ρ. μτβ.)
racconciarsi (ρ.μ. (αντων.))
racconciatura (θηλ.ουσ)
racconsolare (ρ. μτβ.)
raccontabile (επίθ.)
raccontafavole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
raccontare (ρ. μτβ.)
racconto (ουσ αρσ )
raccorciamento (ουσ αρσ )
raccorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccorciarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccordare (ρ. μτβ.)
raccordo (ουσ αρσ )
raccostamento (ουσ αρσ )
raccostare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---