Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raccomodatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rakkomodaˈtura]

1 επιδιόρθωση
2 φτιάσιμο
3 επισκευή
4 τακτοποίηση
5 διόρθωμα
6 διόρθωση
7 επανόρθωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raccomodare racconciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raccomandato (επίθ.)
raccomandatorio (επίθ.)
raccomandazione (θηλ.ουσ)
raccomodamento (ουσ αρσ )
raccomodare (ρ. μτβ.)
raccomodatura (θηλ.ουσ)
racconciare (ρ. μτβ.)
racconciarsi (ρ.μ. (αντων.))
racconciatura (θηλ.ουσ)
racconsolare (ρ. μτβ.)
raccontabile (επίθ.)
raccontafavole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
raccontare (ρ. μτβ.)
racconto (ουσ αρσ )
raccorciamento (ουσ αρσ )
raccorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccorciarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccordare (ρ. μτβ.)
raccordo (ουσ αρσ )
raccostamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---