Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


racconciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rakkonʧaˈtura]

1 φτιάσιμο
2 τακτοποίηση
3 επισκευή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  racconciarsi racconsolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raccomodamento (ουσ αρσ )
raccomodare (ρ. μτβ.)
raccomodatura (θηλ.ουσ)
racconciare (ρ. μτβ.)
racconciarsi (ρ.μ. (αντων.))
racconciatura (θηλ.ουσ)
racconsolare (ρ. μτβ.)
raccontabile (επίθ.)
raccontafavole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
raccontare (ρ. μτβ.)
racconto (ουσ αρσ )
raccorciamento (ουσ αρσ )
raccorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccorciarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccordare (ρ. μτβ.)
raccordo (ουσ αρσ )
raccostamento (ουσ αρσ )
raccostare (ρ. μτβ.)
raccostarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccozzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---