saccènte
 
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [satˈʧɛnte]
1 παντογνώστης
2 εξυπνάκιας
3 λογιότατος
saccènte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [satˈʧɛnte]
1 φαντασμένος
2 αλαζονικός
3 επηρμένος
4 σχολαστικός
5 πομπώδης
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [satˈʧɛnte]
1 παντογνώστης
2 εξυπνάκιας
3 λογιότατος
saccènte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [satˈʧɛnte]
1 φαντασμένος
2 αλαζονικός
3 επηρμένος
4 σχολαστικός
5 πομπώδης
permalink
saccente (ουσ αρσ και θηλ.)
saccente (επίθ.)
                
                Οι Ιστοτοποι Μασ
                - Dizionario italiano
 - Grammatica italiana
 - Verbi Italiani
 - Dizionario latino
 - Dizionario greco antico
 - Dizionario francese
 - Dizionario inglese
 - Dizionario tedesco
 - Dizionario spagnolo
 - Dizionario greco moderno
 - Dizionario piemontese
 
En français
                
                
                In english
                
                
                In Deutsch
                
                
                En español
                
                
                Em portugues
                
                
                По русски
                
                
                Στα ελληνικά
                
                
                Ën piemontèis
                
                Οι κινητές εφαρμογές μας
                Android