Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saccenteménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [satʧenteˈmente]

1 υπεροπτικά
2 σχολαστικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saccente saccenteria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saccarosio (ουσ αρσ )
saccata (θηλ.ουσ)
saccatura (θηλ.ουσ)
saccente (ουσ αρσ και θηλ.)
saccente (επίθ.)
saccentemente (επίρ.)
saccenteria (θηλ.ουσ)
saccheggiamento (ουσ αρσ )
saccheggiare (ρ. μτβ.)
saccheggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saccheggio (ουσ αρσ )
sacchetta (θηλ.ουσ)
sacchetto (ουσ αρσ )
sacciforme (επίθ.)
sacco (ουσ αρσ )
saccoccia (θηλ.ουσ)
saccocciata (θηλ.ουσ)
saccomanno (ουσ αρσ )
saccone (ουσ αρσ )
sacculare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---