saccheggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sakkedʤaˈmento]
1 λαφυραγωγία
2 πλιάτσικο
3 λεία
4 λάφυρο
5 σκύλευση
6 περιουσία από λάφυρα
7 τσουβάλιασμα
8 σακούλιασμα
9 σάκιασμα
10 λεηλασία
11 κούρσος
12 διαγούμισμα
13 ρεμούλα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sakkedʤaˈmento]
1 λαφυραγωγία
2 πλιάτσικο
3 λεία
4 λάφυρο
5 σκύλευση
6 περιουσία από λάφυρα
7 τσουβάλιασμα
8 σακούλιασμα
9 σάκιασμα
10 λεηλασία
11 κούρσος
12 διαγούμισμα
13 ρεμούλα
permalink
saccheggiamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android