Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saccheggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sakkedʤaˈmento]

1 λαφυραγωγία
2 πλιάτσικο
3 λεία
4 λάφυρο
5 σκύλευση
6 περιουσία από λάφυρα
7 τσουβάλιασμα
8 σακούλιασμα
9 σάκιασμα
10 λεηλασία
11 κούρσος
12 διαγούμισμα
13 ρεμούλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saccenteria saccheggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saccatura (θηλ.ουσ)
saccente (ουσ αρσ και θηλ.)
saccente (επίθ.)
saccentemente (επίρ.)
saccenteria (θηλ.ουσ)
saccheggiamento (ουσ αρσ )
saccheggiare (ρ. μτβ.)
saccheggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saccheggio (ουσ αρσ )
sacchetta (θηλ.ουσ)
sacchetto (ουσ αρσ )
sacciforme (επίθ.)
sacco (ουσ αρσ )
saccoccia (θηλ.ουσ)
saccocciata (θηλ.ουσ)
saccomanno (ουσ αρσ )
saccone (ουσ αρσ )
sacculare (επίθ.)
sacculato (επίθ.)
sacculo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---