Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsedizióso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [seditˈtsjoso], [seditˈtsjozo] 1 στασιαστής 2 διασαλευτής 3 ταραξίας sedizióso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [seditˈtsjoso], [seditˈtsjozo] 1 στασιαστικός 2 ταραχώδης 3 οχλοκρατικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |