ItalianoGreco


senapìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [senaˈpizmo]

1 σκοτούρα
2 στενοχώρια
3 μπελάς
4 σιναπισμός
5 έμπλαστρο με σιναπόσπορο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---