Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sensàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [senˈsale]

1 μεσάζων
2 μεταπράτης
3 έχων γραφείο συνοικεσίων
4 μεσίτης
5 ατζέντης
6 αντιπρόσωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Senofonte sensatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

senna (θηλ.ουσ)
senno (ουσ αρσ )
sennò (επίρ.)
seno (ουσ αρσ )
Senofonte (κύρ.όν. αρσ.)
sensale (ουσ αρσ και θηλ.)
sensatamente (επίρ.)
sensatezza (θηλ.ουσ)
sensato (αρσ. επίθ και ουσ)
sensazionale (επίθ.)
sensazione (θηλ.ουσ)
senseria (θηλ.ουσ)
sensibile (ουσ αρσ )
sensibile (επίθ.)
sensibilità (θηλ.ουσ)
sensibilizzare (ρ. μτβ.)
sensibilizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sensibilizzazione (θηλ.ουσ)
sensibilmente (επίρ.)
sensismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---