ItalianoGreco


sensàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [senˈsato]

1 εχέφρων
2 μυαλωμένος
3 συνετός
4 μετρημένος
5 καλόβουλος
6 εύβουλος
7 γνωστικός
8 φρόνιμος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---