Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sensìbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [senˈsibile]

έβδομη νότα διατονικής σκάλας μισή νότα κάτω από την τονική

sensìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [senˈsibile]

ευαίσθητος (-η, -ο), αισθητός (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  senseria sensibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sensatezza (θηλ.ουσ)
sensato (αρσ. επίθ και ουσ)
sensazionale (επίθ.)
sensazione (θηλ.ουσ)
senseria (θηλ.ουσ)
sensibile (ουσ αρσ )
sensibile (επίθ.)
sensibilità (θηλ.ουσ)
sensibilizzare (ρ. μτβ.)
sensibilizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sensibilizzazione (θηλ.ουσ)
sensibilmente (επίρ.)
sensismo (ουσ αρσ )
sensista (ουσ αρσ και θηλ.)
sensista (επίθ.)
sensistico (επίθ.)
sensitiva (θηλ.ουσ)
sensitività (θηλ.ουσ)
sensitivo (ουσ αρσ )
sensitivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---