ItalianoGreco


sensìbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [senˈsibile]

έβδομη νότα διατονικής σκάλας μισή νότα κάτω από την τονική

sensìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [senˈsibile]

ευαίσθητος (-η, -ο), αισθητός (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---