sensibilità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [sensibiliˈta]
1 αίσθημα
2 αισθηματικότητα
3 φιλοκαλία
4 αισθαντικότητα
5 αίσθηση
6 αισθητικότητα
7 ευαισθησία
8 ευθιξία
9 ευαισθησία σε ερεθισμούς
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [sensibiliˈta]
1 αίσθημα
2 αισθηματικότητα
3 φιλοκαλία
4 αισθαντικότητα
5 αίσθηση
6 αισθητικότητα
7 ευαισθησία
8 ευθιξία
9 ευαισθησία σε ερεθισμούς
permalink
sensibilità (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android