Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsessióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sesˈsjone] 1 συνεδρίαση 2 σύνοδος 3 πανεπιστημιακή περίοδος 4 σχολική περίοδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |