Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfarzóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfarˈtsoso], [sfarˈdzoso], [sfarˈtsozo], [sfarˈdzozo]

1 πλούσιος
2 μεγαλοπρεπής
3 πολυτελής
4 φανταχτερός
5 φιγουράτος
6 κακόγουστα επιδεικτικός
7 στολισμένος επιδεικτικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfarzosita sfasamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfarinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfarinato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfarzo (ουσ αρσ )
sfarzosamente (επίρ.)
sfarzosita (θηλ.ουσ)
sfarzoso (επίθ.)
sfasamento (ουσ αρσ )
sfasare (ρ. μτβ.)
sfasato (επίθ.)
sfasatore (ουσ αρσ )
sfasciacarrozze (ουσ αρσ )
sfasciamento (ουσ αρσ )
sfasciare (ρ. μτβ.)
sfasciato (επίθ.)
sfasciatura (θηλ.ουσ)
sfascicolare (ρ. μτβ.)
sfascio (ουσ αρσ )
sfasciume (ουσ αρσ )
sfatamento (ουσ αρσ )
sfatare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---