ItalianoGreco


sfarzóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfarˈtsoso], [sfarˈdzoso], [sfarˈtsozo], [sfarˈdzozo]

1 πλούσιος
2 μεγαλοπρεπής
3 πολυτελής
4 φανταχτερός
5 φιγουράτος
6 κακόγουστα επιδεικτικός
7 στολισμένος επιδεικτικά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---