ItalianoGreco


sfataménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfataˈmento]

1 ξεσκέπασμα
2 ξεμπρόστιασμα
3 διάψευση
4 δυσφήμιση
5 ξεμασκάρεμα
6 καταρράκωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---