ItalianoGreco


sfasciaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfaʃʃaˈmento]

1 διάλυση
2 σύντριψη
3 κατασύντριψη
4 σύγκρουση
5 θρυμματισμός
6 συντριβή
7 κατάρρευση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---