Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfasaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfazaˈmento]

1 σύγχυση
2 σάστισμα
3 μετατόπιση φάσης
4 διαφορά φάσης
5 μπέρδεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfarzoso sfasare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfarinato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfarzo (ουσ αρσ )
sfarzosamente (επίρ.)
sfarzosita (θηλ.ουσ)
sfarzoso (επίθ.)
sfasamento (ουσ αρσ )
sfasare (ρ. μτβ.)
sfasato (επίθ.)
sfasatore (ουσ αρσ )
sfasciacarrozze (ουσ αρσ )
sfasciamento (ουσ αρσ )
sfasciare (ρ. μτβ.)
sfasciato (επίθ.)
sfasciatura (θηλ.ουσ)
sfascicolare (ρ. μτβ.)
sfascio (ουσ αρσ )
sfasciume (ουσ αρσ )
sfatamento (ουσ αρσ )
sfatare (ρ. μτβ.)
sfaticare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---