ItalianoGreco


sfasciàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfaʃˈʃato]

1 ξεφάσκιωτος
2 που του έχουν αφαιρεθεί οι επίδεσμοι
3 κομματιασμένος
4 πλαδαρός
5 θρυμματισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---