Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfaticàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfatiˈkare]

1 κοπιάζω
2 κατακουράζομαι
3 ιδροκοπώ
4 μοχθώ

sfaticarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sfatiˈkarsi]

1 κατακουράζομαι
2 κοπιάζω
3 μοχθώ
4 ιδροκοπώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfatare sfaticato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfascicolare (ρ. μτβ.)
sfascio (ουσ αρσ )
sfasciume (ουσ αρσ )
sfatamento (ουσ αρσ )
sfatare (ρ. μτβ.)
sfaticare (ρ.αμτβ.)
sfaticarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfaticato (ουσ αρσ )
sfaticato (επίθ.)
sfatto (επίθ.)
sfavillamento (ουσ αρσ )
sfavillante (επίθ.)
sfavillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfavillio (ουσ αρσ )
sfavore (ουσ αρσ )
sfavorevole (επίθ.)
sfavorevolmente (επίρ.)
sfavorire (ρ. μτβ.)
sfebbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfebbrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---