Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfavillaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfavillaˈmento]

1 σπινθηροβόλημα
2 αστραποβόλημα
3 γυάλισμα
4 λάμψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfatto sfavillante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfaticare (ρ.αμτβ.)
sfaticarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfaticato (ουσ αρσ )
sfaticato (επίθ.)
sfatto (επίθ.)
sfavillamento (ουσ αρσ )
sfavillante (επίθ.)
sfavillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfavillio (ουσ αρσ )
sfavore (ουσ αρσ )
sfavorevole (επίθ.)
sfavorevolmente (επίρ.)
sfavorire (ρ. μτβ.)
sfebbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfebbrato (επίθ.)
sfegatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfegatato (ουσ αρσ )
sfegatato (επίθ.)
sfenodonte (ουσ αρσ )
sfenoidale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---