sfàtto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈsfatto]
1 απραγματοποίητος
2 άφτιαχτος
3 ξεραμένος
4 ανεκτέλεστος
5 πολύ βρασμένος
6 πολύ ώριμος
7 μαραμένος
8 λιωμένος
9 παραγινωμένος
10 νερουλός
11 υγροποιημένος
12 χαλασμένος
13 σταφιδιασμένος
14 ξεχαρβαλωμένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈsfatto]
1 απραγματοποίητος
2 άφτιαχτος
3 ξεραμένος
4 ανεκτέλεστος
5 πολύ βρασμένος
6 πολύ ώριμος
7 μαραμένος
8 λιωμένος
9 παραγινωμένος
10 νερουλός
11 υγροποιημένος
12 χαλασμένος
13 σταφιδιασμένος
14 ξεχαρβαλωμένος
permalink
sfatto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android