Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfaticàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfatiˈkato]

1 κηφήνας
2 τεμπελχανάς
3 τζερεμές
4 τεμπέλης
5 ακαμάτης
6 ανεπρόκοπος

sfaticàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfatiˈkato]

1 αργόσχολος
2 φυγόπονος
3 τεμπέλικος
4 αφιλόπονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfaticarsi sfatto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfasciume (ουσ αρσ )
sfatamento (ουσ αρσ )
sfatare (ρ. μτβ.)
sfaticare (ρ.αμτβ.)
sfaticarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfaticato (ουσ αρσ )
sfaticato (επίθ.)
sfatto (επίθ.)
sfavillamento (ουσ αρσ )
sfavillante (επίθ.)
sfavillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfavillio (ουσ αρσ )
sfavore (ουσ αρσ )
sfavorevole (επίθ.)
sfavorevolmente (επίρ.)
sfavorire (ρ. μτβ.)
sfebbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfebbrato (επίθ.)
sfegatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfegatato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---