Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsfjato]

οπή εξαερισμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfiatatoio sfibbiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfiatamento (ουσ αρσ )
sfiatare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfiatato (επίθ.)
sfiatatoio (ουσ αρσ )
sfiato (ουσ αρσ )
sfibbiare (ρ. μτβ.)
sfibbiatura (θηλ.ουσ)
sfibramento (ουσ αρσ )
sfibrante (επίθ.)
sfibrare (ρ. μτβ.)
sfibrarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfibrato (επίθ.)
sfibratore (ουσ αρσ )
sfibratura (θηλ.ουσ)
sfida (θηλ.ουσ)
sfidante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sfidare (ρ. μτβ.)
sfidarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfidato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---