Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfiatàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfjaˈtare]

1 διαρρέω
2 διαφεύγω (για αέρια)

sfiatàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfjaˈtarsi]

1 βραχνιάζω
2 μιλώ λαχανιασμένα
3 χάνω τόνο (για πνευστά όργανα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfiatamento sfiatato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfiammare (ρ.αμτβ.)
sfiancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfiancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfiancato (επίθ.)
sfiatamento (ουσ αρσ )
sfiatare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfiatato (επίθ.)
sfiatatoio (ουσ αρσ )
sfiato (ουσ αρσ )
sfibbiare (ρ. μτβ.)
sfibbiatura (θηλ.ουσ)
sfibramento (ουσ αρσ )
sfibrante (επίθ.)
sfibrare (ρ. μτβ.)
sfibrarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfibrato (επίθ.)
sfibratore (ουσ αρσ )
sfibratura (θηλ.ουσ)
sfida (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---