Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfibraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfibraˈmento]

1 αποδυνάμωση
2 ατόνηση
3 εξάντληση
4 εξασθένηση
5 αποχωρισμός ίνας
6 αποχαύνωση
7 εκνευρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfibbiatura sfibrante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfiatato (επίθ.)
sfiatatoio (ουσ αρσ )
sfiato (ουσ αρσ )
sfibbiare (ρ. μτβ.)
sfibbiatura (θηλ.ουσ)
sfibramento (ουσ αρσ )
sfibrante (επίθ.)
sfibrare (ρ. μτβ.)
sfibrarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfibrato (επίθ.)
sfibratore (ουσ αρσ )
sfibratura (θηλ.ουσ)
sfida (θηλ.ουσ)
sfidante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sfidare (ρ. μτβ.)
sfidarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfidato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfiducia (θηλ.ουσ)
sfiduciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---