sfibraménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sfibraˈmento]
1 αποδυνάμωση
2 ατόνηση
3 εξάντληση
4 εξασθένηση
5 αποχωρισμός ίνας
6 αποχαύνωση
7 εκνευρισμός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sfibraˈmento]
1 αποδυνάμωση
2 ατόνηση
3 εξάντληση
4 εξασθένηση
5 αποχωρισμός ίνας
6 αποχαύνωση
7 εκνευρισμός
permalink
sfibramento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android