ItalianoGreco


sfibraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfibraˈmento]

1 αποδυνάμωση
2 ατόνηση
3 εξάντληση
4 εξασθένηση
5 αποχωρισμός ίνας
6 αποχαύνωση
7 εκνευρισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---