Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfidàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sfiˈdato] 1 που έχει δεχτεί πρόκληση 2 προκληθείς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |