Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfidànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sfiˈdante]

1 προκλητικός
2 προκαλών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfida sfidare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfibrarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfibrato (επίθ.)
sfibratore (ουσ αρσ )
sfibratura (θηλ.ουσ)
sfida (θηλ.ουσ)
sfidante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sfidare (ρ. μτβ.)
sfidarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfidato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfiducia (θηλ.ουσ)
sfiduciare (ρ. μτβ.)
sfiduciato (επίθ.)
sfigmico (επίθ.)
sfigmografia (θηλ.ουσ)
sfigmografo (ουσ αρσ )
sfigmogramma (ουσ αρσ )
sfigmomanometro (ουσ αρσ )
sfigurare (ρ.αμτβ.)
sfigurare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---