Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfidatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sfidaˈtore]

άνθρωπος που προκαλεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfidato sfiducia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfida (θηλ.ουσ)
sfidante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sfidare (ρ. μτβ.)
sfidarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfidato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfiducia (θηλ.ουσ)
sfiduciare (ρ. μτβ.)
sfiduciato (επίθ.)
sfigmico (επίθ.)
sfigmografia (θηλ.ουσ)
sfigmografo (ουσ αρσ )
sfigmogramma (ουσ αρσ )
sfigmomanometro (ουσ αρσ )
sfigurare (ρ.αμτβ.)
sfigurare (ρ. μτβ.)
sfigurato (επίθ.)
sfilaccia (θηλ.ουσ)
sfilacciare (ρ. μτβ.)
sfilacciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---