Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfòrzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsfɔrtso]

η προσπάθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sforzesco sfottere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sforzatamente (επίρ.)
sforzato (ουσ αρσ )
sforzatura (θηλ.ουσ)
sforzesco (αρσ. επίθ και ουσ)
sforzo (ουσ αρσ )
sfottere (ρ. μτβ.)
sfottersi (ρ.μ. (αντων.))
sfottimento (ουσ αρσ )
sfottitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfottitura (θηλ.ουσ)
sfracellare (ρ. μτβ.)
sfracellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfragistica (θηλ.ουσ)
sfragistico (επίθ.)
sfrangiare (ρ. μτβ.)
sfrangiato (επίθ.)
sfrangiatura (θηλ.ουσ)
sfratarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfrattare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---