Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sforzàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sforˈtsato]

1 παρατραβηγμένος
2 βεβιασμένος
3 τεχνητός
4 αφύσικος
5 αναγκαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sforzatamente sforzatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfortunatamente (επίρ.)
sfortunato (επίθ.)
sforzare (ρ. μτβ.)
sforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sforzatamente (επίρ.)
sforzato (ουσ αρσ )
sforzatura (θηλ.ουσ)
sforzesco (αρσ. επίθ και ουσ)
sforzo (ουσ αρσ )
sfottere (ρ. μτβ.)
sfottersi (ρ.μ. (αντων.))
sfottimento (ουσ αρσ )
sfottitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfottitura (θηλ.ουσ)
sfracellare (ρ. μτβ.)
sfracellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfragistica (θηλ.ουσ)
sfragistico (επίθ.)
sfrangiare (ρ. μτβ.)
sfrangiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---