Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsforzàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sforˈtsato] 1 παρατραβηγμένος 2 βεβιασμένος 3 τεχνητός 4 αφύσικος 5 αναγκαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |