ItalianoGreco


sforzatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sfortsaˈtura]

1 υπερβολή
2 φύτεμα
3 διάρρηξη
4 παραβίαση
5 ζόρισμα
6 πειθαναγκασμός
7 ζόρι
8 έντονη προσπάθεια
9 σπάσιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---