Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfrenatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sfrenaˈtettsa]

1 χαλάρωση ηθών
2 άγρια συμπεριφορά
3 εκτραχηλισμός
4 αποχαλίνωση
5 αποθράσυνση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfrenatamente sfrenato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfregiatore (ουσ αρσ )
sfregio (ουσ αρσ )
sfrenare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfrenatamente (επίρ.)
sfrenatezza (θηλ.ουσ)
sfrenato (επίθ.)
sfrido (ουσ αρσ )
sfriggere (ρ.αμτβ.)
sfrigolare (ρ.αμτβ.)
sfrigolio (ουσ αρσ )
sfringuellare (ρ.αμτβ.)
sfringuellare (ρ. μτβ.)
sfrittellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrittellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfrondamento (ουσ αρσ )
sfrondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfrontataggine (θηλ.ουσ)
sfrontatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---