Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfrìdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsfrido] 1 απώλεια 2 συρρίκνωση (εμπορική) 3 μείωση ύλης από τριβή ή εξάτμιση 4 χάσιμο 5 χασούρα 6 φύρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |