Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfrenàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfreˈnato]

1 ακρατής
2 ασύδοτος
3 αχαλίνωτος
4 ακαπίστρωτος
5 αυθάδης
6 ασελγής
7 ξεκαπίστρωτος
8 ακόλαστος
9 έκφυλος
10 έκδοτος
11 έκλυτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfrenatezza sfrido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfregio (ουσ αρσ )
sfrenare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfrenatamente (επίρ.)
sfrenatezza (θηλ.ουσ)
sfrenato (επίθ.)
sfrido (ουσ αρσ )
sfriggere (ρ.αμτβ.)
sfrigolare (ρ.αμτβ.)
sfrigolio (ουσ αρσ )
sfringuellare (ρ.αμτβ.)
sfringuellare (ρ. μτβ.)
sfrittellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrittellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfrondamento (ουσ αρσ )
sfrondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfrondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfrontataggine (θηλ.ουσ)
sfrontatamente (επίρ.)
sfrontatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---